- δίσαβος
- δίσᾱβος , δίσαβοςtwice youngmasc/fem nom sg (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δίσαβος — δίσαβος, ον (Α) αυτός που διέρχεται την ήβη για δεύτερη φορά, ο ξανανιωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. δίσαβος με υπερδωρισμό αντί δίσηβος < δισ (βλ. δις) + ήβη] … Dictionary of Greek
ήβη — I Αρχαιοελληνική θεότητα. Ήταν κόρη του Δία και της Ήρας. Σύμφωνα με τον μύθο, οι Αθάνατοι την πάντρεψαν με τον Ηρακλή μετά την αποθέωσή του. Προσωποποίηση της νεότητας, είχε τα καθήκοντα της οινοχόου των θεών και ιδιαίτερης θεραπαινίδας της Ήρας … Dictionary of Greek